Η Νανά Χατζή κάθεται αναπαυτικά στην πολυθρόνα του σαλονιού της. Φορά έντονο κραγιόν κι έχει τα μαλλιά πιασμένα ψηλά στο κεφάλι. Καπνίζει πολύ και σε κοιτά διαπεραστικά υψώνοντας το φρύδι. Έχει βλάσφημο χιούμορ. Και ταυτόχρονα μια πληθωρική, σχεδόν μητρική, προσέγγιση για όλα, ακόμη και τα πιο σκληρά πράγματα. Έχοντας περάσει πλέον τα 70, η θρυλική Νανά είναι μια κρίσιμη αντι-ηρωίδα της κοινωνικής αφήγησης στη Θεσσαλονίκη. Συμμετέχει στα ελληνικά LGBT δρώμενα και τη λατρεύουν στα κοινωνικά κινήματα.
Η πολυτάραχη ζωή της έγινε πρόσφατα φιλμ από τη Λάρα Κρίστεν, το οποίο προβάλλεται στο φετινό
17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης («Νανά», Τρίτη 17 Μαρτίου, 17.30, αίθουσα Τζον Κασσαβέτης). «Από μικρή ήθελα να ήμουν αυτοκράτειρα» μου είπε όταν τη συνάντησα το Σάββατο στο σπίτι της. Και άρχισε να αφηγείται, χωρίς αρχή και τέλος, ιστορίες για αγρίους και εικόνες μιας ζωής γκραν γκινιόλ.
VICE: Πώς είναι να βλέπεις τη ζωή σου σε ντοκιμαντέρ;
Νανά Χατζή: Έχω ξαναβγεί στην τηλεόραση. Έχω άνεση με την κάμερα και γενικά με όλα. Είτε ντυμένη είτε γυμνή, είτε μπροστά στον φακό είτε πίσω.
Πού γεννήθηκες;
Στη Θεσσαλονίκη, στο κέντρο, αλλά μεγάλωσα στο Καραμπουρνάκι. Έμενα στην οδό Τάκη Οικονομίδη, εκεί τελείωσα το δημοτικό. Με έναν πατέρα αδιάφορο, ράφτης ήταν και αργότερα εργολάβος, και μια μάνα κέρβερο. Και δύο αδέρφια, που ούτε ξέρω πού βρίσκονται. Γι αυτούς είμαι το μίασμα, η πουτάνα.
Τα παιδικά σου χρόνια;
Ήμουν η αυτοκράτειρα της γειτονιάς μου. Τη δεκαετία του ΄50 δεν υπήρχε δίκτυο ύδρευσης. Ανέβαινα στη μαρμάρινη δημοτική βρύση και την είχα για θρόνο. Τα αγόρια σκάλιζαν σχέδια σε κλαδάκια και μου τα έφερναν. Όποιος έκανε το καλύτερο, κατέβαινα και τον φιλούσα. Η πρώτη μου σεξουαλική εμπειρία ήταν με τα αγόρια της γειτονιάς. Και ποτέ δεν ντύθηκα Ζορό ή κάου-μπόυ. Ντυνόμουν νεράιδα, μαντάμ, τέτοια. Έχω φάει το ξύλο της χρονιάς μου από τη μάνα μου.
Το Νανά πώς βγήκε;
Από τη γιαγιά μου, την Αθηνά, την οποία αγαπούσα. Ήταν κόρη καπνέμπορα από την Κομοτηνή, έπαιζε πιάνο, έκανε ιππασία και κρατούσε αργότερα στο σπίτι το καμιτσίκι κι έλεγε στη μάνα μου, μην το μαλώνεις αυτό το παιδί, είναι ευαίσθητο. Μετά το Δημοτικό, ήρθαμε στην Καμάρα. Κι επειδή χρειάζονταν χρήματα για το Γυμνάσιο, δούλεψα σε βιοτεχνία παιχνιδιών, σε εργαστήριο λαϊκής τέχνης, σε καφενείο, σε ένα κουρείο στο Ντεπό, στις βίλες των αξιωματικών που έχτιζε στο Καραμπουρνάκι ο πατέρας μου. Μέχρι που έφυγα στη Γερμανία.
Πότε πήγες στη Γερμανία;
Δεν είχα κλείσει τα 16. Έβαλα τον πατέρα μου να υπογράψει ένα χαρτί, το συμπλήρωσα με τα στοιχεία μου και πήγα με το τρένο, χωρίς να ξέρω κανέναν. Ήθελα να φύγω. Κάθισα εννιάμιση μήνες στο Μόναχο, ξεφόρτωνα εμπορεύματα σε σούπερ μάρκετ. Παντρεύτηκα μια Γερμανίδα κι έκανα δύο δίδυμα αγόρια. Η μάνα μου ήθελε να παντρευτώ με ορθόδοξο χριστιανικό γάμο και γύρισα για να ετοιμάσω τα χαρτιά. Στα σύνορα διαπίστωσαν ότι δεν είχα περάσει Περιοδεύων για τον Στρατό και με κράτησαν στην Ελλάδα μέχρι να παρουσιαστώ. Με τη Γερμανίδα χώρισα, τα επόμενα χρόνια ερχόταν με τον νέο σύζυγό της και τα παιδιά. Ήξερε ότι μου άρεσαν οι άντρες, μου έστελνε και φορέματα. Μετά έφυγαν στην Αμερική, ο ένας ο γιος μου είναι χρηματιστής και ο άλλος προγραμματιστής.
Και μετά τον Στρατό;
Ήθελα να ξαναφύγω στη Γερμανία, αλλά δεν μπορούσα. Ένας τύπος που έστελνε μετανάστες, μου συμβούλευσε να παντρευτώ εικονικά, ώστε να πάει η γυναίκα μου στη Γερμανία και να μου κάνει πρόσκληση. Βρήκα μια νοσοκόμα και κάναμε συμφωνία. Πήγα ξανά στη Γερμανία και με αυτή τη γυναίκα έκανα ακόμη δύο παιδιά, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, που σκοτώθηκε σε τροχαίο 29 χρονών. Έπιασα δουλειά σε ένα εργοστάσιο στη Βρέμη που έκανε καθίσματα αυτοκινήτων. Κάθισα επτά χρόνια. Δούλεψα πολύ, αλλά τα Σαββατοκύριακα δεν έμενα στο σπίτι. Γύρισα όλη την Ευρώπη, εκτός από το ανατολικό μπλοκ.
Με τη δεύτερη σύζυγο;
Όχι, με τον Χανς, ας τον πούμε τον δεσμό μου, παραγωγό ταινιών πορνό. Είχε έναν ουρανοξύστη στη Φρανκφούρτη, εκεί λειτουργούσαν στούντιο, τύπωναν αισθησιακά περιοδικά, τράπουλες. Στις εκδρομές με τον Χανς φορούσα γυναικεία ρούχα, τουαλέτες και λοιπά. Στη δουλειά, φορούσα εργατική φόρμα. Στο σπίτι μόνο ρόμπες και κελεμπίες, από κάτω τσιτσίδι.
Και γιατί γύρισες στην Ελλάδα;
Η δουλειά μου ήταν μοντελίστ-πατρονίστ. Ήρθα για να δουλέψω σε μια βιοτεχνία που αναλάμβανε εδώ φασόν. Ήξεραν ότι είμαι γκέι, αλλά δεν μπορούσαν να με διώξουν γιατί ήμουν σταλμένη από τη Γερμανία. Όταν χάλασε η συμφωνία με τους Γερμανούς, έφυγα. Σε κάθε δουλειά ήμουν ο καλύτερος υπάλληλος, όμως όταν καταλάμβαναν ότι είμαι γκέι, με σχολούσαν. Έβρισκα καινούρια δουλειά, έστρωνα τη ζωή μου, με έδιωχναν και ξανά από την αρχή. Και τότε λέω, δεν γαμιέστε, και πήγα να δουλέψω στα μπαρ.
Σε ποια μπαρ;
Στην αρχή σε συνοικιακά, κονσομασιόν και τέτοια. Ήμουν ένα λεπτό αγοράκι, με μακριά μαλλιά. Ανέβαιναν τα κορίτσια στο πατάρι με τους πελάτες και φώναζαν κι εμένα. Μου έδιναν λεφτά και τα έδινα στη ντάνα. Ύστερα ξύπνησα και τα κρατούσα. Βλέπαμε το πορτοφόλι και φωνάζαμε στα καλιαρντά, «ούντρα μανιάνα» αν είχε χρήματα, και αν δεν είχε, «νάκα μανιάνα», και δεν πηγαίναμε. Σε ένα μπαρ, απέναντι από το στρατόπεδο στη Μενεμένη, ερχόταν και ο Παπαχρόνης. Ήταν πολύ ωραίο και γλυκό παιδί, ήρεμο, ούτε που φανταζόμασταν ότι θα γινόταν δολοφόνος. Το βράδυ ήμασταν με τον Παπαχρόνη στα μπουζούκια, και το πρωί μάθαμε ότι τον έπιασαν για «δράκο».
Πώς κυλούσε ο καιρός;
Είχα αρχίσει να κάνω ορμόνες. Ο γιατρός μου έλεγε ότι είναι στη φαντασία μου όλα αυτά και προσπαθούσε να με στρώσει. Στη διαδικασία εγχείρησης δεν μπήκα ποτέ. Ήθελα να είμαι αυτή που είμαι. Όσες έκαναν εγχείρηση, τρελαίνονταν. Θεωρούσαν ότι επειδή είχαν κοπεί, ήταν γυναίκες. Άλλη κυλούσε στα ναρκωτικά, άλλη πηδούσε από την ταράτσα ή κλεινόταν σε ψυχιατρείο. Δεν ήθελα να το περάσω όλο αυτό. Κι επιπλέον, θα έβγαζα και λιγότερα χρήματα. Δεν χειρουργήθηκα ποτέ, αν και με παρακαλούσαν. Είχα έναν γκόμενο από τα Γιάννενα, που μου έφερνε εκατομμύρια σε βαλίτσες για να χειρουργηθώ και να με παντρευτεί.
Ποιο ήταν το πιο γνωστό γκέι μαγαζί εκείνη την εποχή;
Της Στάσας, μια ταβέρνα στη Σταυρούπολη, που αργότερα το μετέφερε πιο πάνω, στη σημερινή αερογέφυρα, δίπλα στο ρέμα, γιατί του βάζανε φωτιά. Εγώ σύχναζα εκεί, δεν δούλευα.
Ποιοι του έβαζαν φωτιά;
Ο άντρας της, γιατί είχε δίπλα δική του ταβέρνα κι έβγαζε λιγότερα. Η Στάσα ήταν πονηρή. Όλα τα γκέι αγόρια που έφευγαν από τα χωριά τους, πήγαιναν να δουλέψουν στην ταβέρνα της, που ήταν απέναντι από το στρατόπεδο Παύλου Μελά, ως σερβιτόροι, μάγειρες κλπ. Εκεί έτρωγαν και κοιμόντουσαν. Ώσπου μια μέρα η Στάσα λέει, κουνιέστε που κουνιέστε, παίρνει τα σεμέν και τα τραπεζομάντηλα, τα κόβει στα δύο και τα κάνει φουστάνια. Τώρα ανεβείτε στα τραπέζια και χορέψτε τσιφτετέλι, είπε.