http://www.transs.gr/news1.php?nid=2610
Της Άννας Κουρουπού
Δεν
βγαίνει στη Συγγρού. Μόνο από αυτό ένιωσα ένα δέος. Να, σκέφτηκα,
αλλάζουν οι καιροί. Τραβεστί που δε χρειάζεται να κάνουν πεζοδρόμιο. Τι
ευτυχία! Τι τυχερό παιδί. Σπουδάζει. Σε κάποιο εσπερινό σχολείο στην
Ηλιούπολη. Μα δεν αλλάζουν οι καιροί, οι άνεμοι αλλάζουν φορά χαζή,
ρομαντική Αννούλα.
Άννα και αυτή. Πανέξυπνα, ζωηρά μάτια. Νιάτα. Όρεξη για ζωή. Για μια «φυσιολογική» ζωή.
Αρνείται να δεχτεί μια φύση που δεν τη διάλεξε. Αρχίζει σιγά-σιγά να αλλάζει τρόπο ντυσίματος. Τα πρώτα γιουχαΐσματα από τους συμμαθητές δεν την πτοούν. Δεν μπορούν και προφανώς δε θέλουν να καταλάβουν πως αυτό είναι πάνω από την ίδια. Πάνω από τη λογική. Είναι η ίδια η φύση. Λίγο πιο παιχνιδιάρα φύση, αλλά είναι η δημιουργός. Συνεχίζει η δύναμη να επιβάλλεται και προχωράει. Λίγο μακιγιάζ στη συνέχεια, ίσως και κάποιο φλερτ με κάποιο αγόρι, γιατί όχι. Ορμόνες είναι αυτές. Εφηβεία. Εξερεύνηση μιας ταυτότητας που έχει να κάνει με το φύλο και όχι το φυλλάδιο της αστυνομικής.
Δυναμώνουν τα αδιάκριτα βλέμματα, σίγουρα κάποιοι θα ήθελαν να την πηδήξουν, μα πού να τολμήσουν να ξεφύγουν απ’ τον συρμό; Το μαύρο πρόβατο ήδη υπήρχε. Τα υπόλοιπα απλά βέλαζαν, σαν ουρλιαχτό στην αρχή. Μετά έκρωζαν. Χειρονομούσαν, αλυχτούσαν, στέκονταν έξω από τις τουαλέτες μπας και δουν το αξιοπερίεργο πλάσμα, περίμεναν το διάλειμμα να βγάλουν τη χολή που κουβαλούσαν απ' το σπίτι τους, την οικογένειά τους, την γκόμενά τους, τον φίλο τους, τον εχθρό τους, την αυθάδεια που κουβαλά η νιότη, το θράσος της άγνοιας, τον πόνο εν τέλει που κάπου πρέπει να ξεσπάσει. Στο μαύρο πρόβατο.
Στο διαφορετικό που αδιαφορούν γιατί είναι διαφορετικό. Αρκεί που υπάρχει σαν σάκος του μποξ.
Άννα και αυτή. Πανέξυπνα, ζωηρά μάτια. Νιάτα. Όρεξη για ζωή. Για μια «φυσιολογική» ζωή.
Αρνείται να δεχτεί μια φύση που δεν τη διάλεξε. Αρχίζει σιγά-σιγά να αλλάζει τρόπο ντυσίματος. Τα πρώτα γιουχαΐσματα από τους συμμαθητές δεν την πτοούν. Δεν μπορούν και προφανώς δε θέλουν να καταλάβουν πως αυτό είναι πάνω από την ίδια. Πάνω από τη λογική. Είναι η ίδια η φύση. Λίγο πιο παιχνιδιάρα φύση, αλλά είναι η δημιουργός. Συνεχίζει η δύναμη να επιβάλλεται και προχωράει. Λίγο μακιγιάζ στη συνέχεια, ίσως και κάποιο φλερτ με κάποιο αγόρι, γιατί όχι. Ορμόνες είναι αυτές. Εφηβεία. Εξερεύνηση μιας ταυτότητας που έχει να κάνει με το φύλο και όχι το φυλλάδιο της αστυνομικής.
Δυναμώνουν τα αδιάκριτα βλέμματα, σίγουρα κάποιοι θα ήθελαν να την πηδήξουν, μα πού να τολμήσουν να ξεφύγουν απ’ τον συρμό; Το μαύρο πρόβατο ήδη υπήρχε. Τα υπόλοιπα απλά βέλαζαν, σαν ουρλιαχτό στην αρχή. Μετά έκρωζαν. Χειρονομούσαν, αλυχτούσαν, στέκονταν έξω από τις τουαλέτες μπας και δουν το αξιοπερίεργο πλάσμα, περίμεναν το διάλειμμα να βγάλουν τη χολή που κουβαλούσαν απ' το σπίτι τους, την οικογένειά τους, την γκόμενά τους, τον φίλο τους, τον εχθρό τους, την αυθάδεια που κουβαλά η νιότη, το θράσος της άγνοιας, τον πόνο εν τέλει που κάπου πρέπει να ξεσπάσει. Στο μαύρο πρόβατο.
Στο διαφορετικό που αδιαφορούν γιατί είναι διαφορετικό. Αρκεί που υπάρχει σαν σάκος του μποξ.
Δυσφορεί
σ’ ένα σώμα που δεν το θέλει. Δυσφορεί σε μια κοινωνία που δεν τη
θέλει. Αγριεύουν τα πράγματα. Η δίψα για μάθηση, να ξεφύγει απ’ τα
στερεότυπα, η άρνηση να γίνει ένα σαρκίο που θα περιφέρεται προς άγρα
πελατών, δεν την αφήνουν να πέσει. Παλεύει με τα θηρία μέσα της μα
ξέρει πως θα τα ηρεμήσει κάποια στιγμή. Αυτά τα θηρία όμως, τα
εξωτερικά, είναι απαίδευτα, γι’ αυτό σχεδόν ανίκητα. Πολεμάει σιωπηλά με
μόνο σύμμαχο τον εαυτό της. Θα σταματήσουν κάποια στιγμή, πού θα πάει.
Θα βαρεθούν. Πόσα χρόνια πίσω με πήγε αυτή η σκέψη!
Ένα σιέλ πουκάμισο με στάμπα τους Άγγελους του Τσάρλι τόλμησα να φορέσω, αυτοκόλλητο από το περιοδικό «Μανίνα», και το τι άκουσα δεν μπορώ να το περιγράψω. Ούτε εγώ είχα πτοηθεί. Θα κουραστούν, έλεγα, θα σταματήσουν κάποια στιγμή. Αλλά... άλλα χρόνια. Άλλοι άνεμοι. Βιαζόμουν να ξεφύγω. Δεν είχα και κάποιον να μου πει, "πού πας;". Ποιος σου είπε πως το φουστάνι πάει ντε και καλά πακέτο με τη Συγγρού; Ποιος σου είπε πως το σχολείο της Συγγρού είναι καλύτερο από αυτό; Κανείς. Μια μάνα μόνο να παρακαλάει. Μα πώς να με κρατούσε; Μπορούσε; Η Φάρα Φόσετ έφυγε απ’ τη φωτογραφία και μπήκε σαν σίφουνας μέσα μου. Πρόλαβα κι έφυγα μην και καταφέρουν να νικήσουν.
Η Άννα της ιστορίας μου μπορεί να είναι πιο δυνατή από μένα. Μάλλον είναι. Αντέχει. Αντιστέκεται. Σε άλλες αρένες. Με άλλα θηρία. Το σοκ έγινε ένα απόβραδο. Της έριξαν βενζίνη κι ένα σπίρτο από πίσω για παρέα. Πρόλαβε και απέφυγε το δεύτερο. Τρόμαξε απ’ τη μυρωδιά, τη θηριωδία, το νεύμα του θανάτου που την κάλεσε για λίγο, τα απόκοσμα γέλια, τη φλόγα που δεν την ακούμπησε.
Πήγε στον λύκο του κοπαδιού, για προστασία. Στον διευθυντή. Αρνιόταν τόσο καιρό πεισματικά να την αποκαλεί Άννα.
«Εγώ αντρικά στοιχεία βλέπω. Και πάψε να ντύνεσαι έτσι, προκαλείς», ήταν η επωδός του. Η ταυτότητα φύλου, που λέγαμε. Δεν θα την είχε ακουστά, κοτζάμ διευθυντής.
Ένα σιέλ πουκάμισο με στάμπα τους Άγγελους του Τσάρλι τόλμησα να φορέσω, αυτοκόλλητο από το περιοδικό «Μανίνα», και το τι άκουσα δεν μπορώ να το περιγράψω. Ούτε εγώ είχα πτοηθεί. Θα κουραστούν, έλεγα, θα σταματήσουν κάποια στιγμή. Αλλά... άλλα χρόνια. Άλλοι άνεμοι. Βιαζόμουν να ξεφύγω. Δεν είχα και κάποιον να μου πει, "πού πας;". Ποιος σου είπε πως το φουστάνι πάει ντε και καλά πακέτο με τη Συγγρού; Ποιος σου είπε πως το σχολείο της Συγγρού είναι καλύτερο από αυτό; Κανείς. Μια μάνα μόνο να παρακαλάει. Μα πώς να με κρατούσε; Μπορούσε; Η Φάρα Φόσετ έφυγε απ’ τη φωτογραφία και μπήκε σαν σίφουνας μέσα μου. Πρόλαβα κι έφυγα μην και καταφέρουν να νικήσουν.
Η Άννα της ιστορίας μου μπορεί να είναι πιο δυνατή από μένα. Μάλλον είναι. Αντέχει. Αντιστέκεται. Σε άλλες αρένες. Με άλλα θηρία. Το σοκ έγινε ένα απόβραδο. Της έριξαν βενζίνη κι ένα σπίρτο από πίσω για παρέα. Πρόλαβε και απέφυγε το δεύτερο. Τρόμαξε απ’ τη μυρωδιά, τη θηριωδία, το νεύμα του θανάτου που την κάλεσε για λίγο, τα απόκοσμα γέλια, τη φλόγα που δεν την ακούμπησε.
Πήγε στον λύκο του κοπαδιού, για προστασία. Στον διευθυντή. Αρνιόταν τόσο καιρό πεισματικά να την αποκαλεί Άννα.
«Εγώ αντρικά στοιχεία βλέπω. Και πάψε να ντύνεσαι έτσι, προκαλείς», ήταν η επωδός του. Η ταυτότητα φύλου, που λέγαμε. Δεν θα την είχε ακουστά, κοτζάμ διευθυντής.
Δεν την προστάτεψε, ως όφειλε. Μα ήταν του συστήματος και μάλιστα του παλιού. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να φερθεί ένας «άνθρωπος» όταν εξ ορισμού δεν παίρνει τη θέση του αδύναμου; Όταν έχει υποχρέωση, ως δάσκαλος πάνω απ’ όλα, να βάλει στην αγκαλιά του ένα ταλαιπωρημένο πλάσμα, παρ’ ολίγον νεκρό απ’ την ολιγωρία του; Μια Φιλόλογος στάθηκε στο πλευρό της, στιλοβάτης στο Γολγοθά που θα ακολουθούσε. Δεν σταμάτησε. Ήθελε να σπουδάσει. Το καταλαβαίνεις; Να σπουδάσει. Να μη γίνει περίγελος του ίδιου της του εαυτού. Του κάθε κομπλεξικού μαλάκα. Δεν γούσταρε, ρε αδερφέ, να κάνει πεζοδρόμιο. Ήθελε το ίδιο πράγμα που θέλουν και τα παιδιά σου. Και τα παχύσαρκα παιδιά του φίλου σου. Τα παιδιά με χοντρά γυαλιά μυωπίας του κουμπάρου σου. Το λιγομίλητο παιδί του αδερφού σου. Το πλούσιο παιδί του γείτονά σου. Το ανορεξικό, το κλειστό, το λαλίστατο, το, το, το...
Ήρθε σε μας. Έψαξε, έμαθε και ήρθε. Μαζί με την καθηγήτρια. Ο πόλεμος συνεχίστηκε στο σχολείο. Αλίμονο. Τάραξε τη λίμνη τους. Από πού θα έπιναν νερό τα πρόβατα; Πήγαμε σε όλους τους φορείς. Γεμίσαμε δελτία Τύπου κάθε υπουργείο, κάθε υπηρεσία. Κυκεώνας χαρτιών, υπομνημάτων, δηλώσεων. Αρωγοί, πολλές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Συνήγορος του Πολίτη και πολλοί άλλοι. Ακάθεκτο το σκυλί. Η Φιλόλογος στο Πειθαρχικό. Για τέτοια δίκαιη κοινωνία μιλάμε. Η μικρή στο σχολείο. Ίσως με λίγο δύναμη παραπάνω. Όχι ίσως, σίγουρα. Έχει δρόμο η ιστορία ακόμη. Μα είναι ακόμη στο σχολείο. Αυτό λέει πολλά. Και ντυμένη. Και βαμμένη όπως αυτή την κάνουν τα φτιασίδια να νιώθει όμορφα και όμορφη. Δε γίνεται να μην πάω πίσω και να μη θυμηθώ τα λόγια του καθηγητή μου στο γυμνάσιο, όταν τα υπολείμματα του κραγιόν ήταν εμφανή στα χείλη μου, απ' το κραγιόν της μάνας μου που δοκίμαζα το προηγούμενο βράδυ.
«Κουρουπέ, πάλι κραγιόν φορούσες χθες βράδυ;».
Ναι, ρε Καράμπελα, ακόμη το φορώ περήφανα. Και μου πάει. Ειδικά το κόκκινο, σαν εκείνο της μάνας μου.
Αννούλα, υποκλίνομαι στη δύναμή σου, στο σθένος σου, στην άγνοιά σου που θέλουν ντε και καλά να την κάνουν γνώση με τη δική τους λογική. Τα σέβη μου στην καθηγήτρια που σε στήριξε, με το όποιο κόστος. Οικτίρω μια κοινωνία που αρνείται να μπει στη διαδικασία να καταλάβει τι σημαίνει "διαφορετικό". Που το φοβάται χωρίς καν να ξέρει τι είναι. Κάτι σαν από Μεσαίωνα. Και δεν είναι καν κόκκινα τα μαλλιά σου, γλυκιά μου, για να σε κάψουν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εδώ σχολιάζεις εσύ - Comment Here
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.