Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Η ντροπή και η σιωπή / Να βρούμε τις λέξεις, να πούμε τις ιστορίες μας / Προσοχή στο κενό: Η πολιτική μας αποτυχία και μια αυτοκτονία









Για τον Βαγγέλη Γιακουμάκη και όλους τους Βαγγέληδες της ελληνικής κοινωνίας-1
του Παναγιώτη Πάντου
Όπως είναι φυσικό, τα ΜΜΕ και η κοινή γνώμη όλο και περισσότερο στρέφουν το ενδιαφέρον τους για την υπόθεση του Β. Γιακουμάκη στην αστυνομική της διάσταση: τον ακολούθησε κάποιος; μπορεί η νεκροψία να δώσει ασφαλή συμπεράσματα; τι είπε στο τελευταίο του τηλεφώνημα; Προφανώς όλα αυτά θα πρέπει να διερευνηθούν και να δοθούν οι ασφαλέστερες δυνατές απαντήσεις (που βέβαια δεν θα ικανοποιήσουν τους πάντες). Παράλληλα, όμως, δεν θα πρέπει να χαθεί, υπό το βάρος της επικαιρότητας και της διαρκούς ανάγκης των ΜΜΕ για «φρέσκο πράγμα», η συζήτηση για τη βία και την καταπίεση, που άνοιξε μέσα από αυτή την υπόθεση, αλλά προφανώς ξεπερνάει τα όριά της.

ΛΕΟΠΟΛΝΤ ΣΥΡΒΑΖ, «ΤΟΠΙΟ», 1926
Τις προηγούμενες μέρες γράφτηκαν πολλά αξιόλογα άρθρα για το πώς δημιουργούνται και στη συνέχεια γίνονται ανεκτά περιστατικά τραμπουκισμού, κακοποίησης και εξευτελισμού στην ελληνική κοινωνία. Κοινός τους τόπος είναι ότι υπάρχει μια κουλτούρα σιωπής και ανοχής η οποία ξεκινάει από ένα βαθύ, ανομολόγητο αίσθημα ντροπής. Ντροπή όχι για τον θύτη και τη συμπεριφορά του (που ενδεχομένως να νιώθουμε «υποχρεωμένοι» να ανεχτούμε γιατί είναι σύζυγος, φίλος ή συνάδελφος), αλλά για το θύμα και τη δική του συμπεριφορά (που θα θέλαμε να μην ανεχόμαστε, παρότι είναι παιδί, συμμαθητής, γείτονας).
Στην καρδιά του προβλήματος λοιπόν βρίσκεται το τρίπτυχο ντροπή – βία – σιωπή. Από τα τρία μάλιστα συστατικά του ίσως το δεύτερο, η βία –το πιο ορατά άγριο– να είναι το λιγότερο σημαντικό για την αλλαγή της κατάστασης. Αντίθετα, τα άλλα δύο είναι κομβικά: η ντροπή βρίσκεται στη ρίζα του ζητήματος και η σιωπή έρχεται στο τέλος να εξαφανίσει κάθε ίχνος (και τύψη), επιτρέποντας στον κύκλο να ξαναρχίσει. Γι’ αυτό αξίζει οι ατομικές και κυρίως οι συλλογικές προσπάθειες να εστιάζουν σε αυτά. (Μια επισήμανση: Στα λεγόμενα των ημερών επικρατεί η παρότρυνση για ατομική αλλαγή του καθενός μας προκειμένου να αντιμετωπιστούν φαινόμενα τραμπουκισμού. Όσο όμως κι αν η ατομική συνειδητοποίηση είναι αναγκαία, δεν παύει η ντροπή να δημιουργείται από κοινωνικές αντιλήψεις που εξακολουθούν να διατηρούν την ισχύ τους. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη και η συλλογική παρέμβαση, και όχι επειδή στην αριστερά μάς αρέσουν γενικώς οι συλλογικοί αγώνες.)

Στη σημερινή ελληνική κοινωνία η ντροπή για την οποία συζητάμε έχει πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: πάντα –μα πάντα!– πίσω της κρύβεται το φύλο, ο ανδρισμός, η θηλυκότητα, η σεξουαλικότητα· ζητήματα ταμπού. Σ’ αυτό το πεδίο έχει κατ’ εξοχήν νόημα πέρα από την παρέμβαση της πολιτείας (σχολεία, θρησκεύματα, θετική παρουσίαση από τα ΜΜΕ, εργασιακές σχέσεις, ακύρωση θεσμικών διακρίσεων, γάμος ομοφύλων, έγγραφα σε τρανς άτομα κ.λπ.) και αυτή των συλλογικοτήτων. Για παράδειγμα, η Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ και οι υπόλοιπες πολιτικές νεολαίες, εκτός από το να ζητάνε (ορθώς) από την κυβέρνηση να λάβει μέτρα, οφείλουν και οι ίδιες να παρουσιάσουν το δικό τους πλέγμα κοινωνικών παρεμβάσεων, που θα της οδηγήσει να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους και τον περίγυρό τους.



Η σιωπή από την άλλη έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες. Δεν εξαφανίζει μόνο πράγματα που γνωρίζουμε και μας κάνουν να νιώθουμε άβολα, αλλά και πράγματα που δεν γνωρίζουμε παρά μόνο επιφανειακά. Μας επιτρέπει δηλαδή να μη μαθαίνουμε καν αυτό που θα μας κάνει να ντραπούμε. Στο σημείο αυτό η πολιτεία, κατά κύριο λόγο, αλλά και εμπλεκόμενα πρόσωπα, καλούνται να ανατρέψουν τις ισορροπίες. Χρειάζεται, π.χ., να δοθεί στη δημοσιότητα η περιβόητη ΕΔΕ και ειδικές μελέτες που έχουν γίνει για ζητήματα εκφοβισμού και ρατσισμού σε δημόσιους θεσμούς. Όχι για να σκανδαλοθηρήσουμε, αλλά για να κρίνουμε τη σοβαρότητα και την επάρκειά τους, τα μέτρα που προτείνουν, το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος. Χρειαζόμαστε δημόσιες, ειλικρινείς μαρτυρίες από συμμαθητές, καθηγητές, δημόσιους λειτουργούς. Όχι για να αποδώσουμε ευθύνες, αλλά για να δούμε κατάματα τους μηχανισμούς με τους οποίους αξιόλογοι και σοβαροί άνθρωποι (όπως φαίνεται να είναι π.χ. ο διευθυντής και οι διδάσκοντες της σχολής ή άλλοι υπηρεσιακοί παράγοντες) δεν καταφέρνουν να παρέμβουν αποτελεσματικά. Με τη σοβαρότητα που απαιτείται ώστε να μη δοθούν άνθρωποι βορά στα ΜΜΕ, αλλά και με τη συναίσθηση ότι ο κύκλος της σιωπής δεν λύνεται, αλλά κόβεται.
Ο Παναγιώτης Πάντος είναι μέλος του ΔΣ του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς

https://enthemata.wordpress.com/2015/03/22/vaggelis-2/


Να βρούμε τις λέξεις, να πούμε τις ιστορίες μας
Για τον Βαγγέλη Γιακουμάκη και όλους τους Βαγγέληδες της ελληνικής κοινωνίας

Σαλβαντόρ Νταλί, «Αταβιστικό δειλινό», 1935

του Πέτρου Σαπουντζάκη
Τα τελευταία έξι χρόνια, που ασχολούμαι με το θέμα του ομοφοβικού και τρανσφοβικού εκφοβισμού στην εκπαίδευση, η μεγαλύτερη δυσκολία που συναντώ όταν φέρνω το θέμα σε κοινό, κυρίως όταν κάνω μια θεωρητική ανάλυση, είναι μια αντίσταση έμμεση, η οποία δεν εκδηλώνεται φανερά αλλά με σιωπή.


Ναι, πλέον έχουμε μάθει να ακούμε για ομοφοβία και τρανσφοβία. Έχουμε ακούσει για τις διακρίσεις με βάση τη σεξουαλικότητα και την ταυτότητα ή την έκφραση φύλου. Είναι μέρος του γνωστού-άγνωστου σεξισμού. Υπάρχουν όμως κάποιοι αόρατοι μηχανισμοί που μας κρατούν ακόμα σε αμήχανη στάση. Κανείς δεν μιλάει, κανείς δεν συμπληρώνει, κανείς δεν διευκρινίζει.

Αν μάλιστα φέρω στο κοινό παραδείγματα από ζωές ΛΟΑΤ ατόμων, μαθητριών, φοιτητών, ενηλίκων, η αμηχανία αιωρείται και κυριαρχεί. Συναισθήματα που δεν ξέρεις αν είναι απολογητικά, ενοχικά, συναισθήματα έντασης, σαν να κατηγορείς κάποιον για κάτι που δεν έχει κάνει. Ένα σιωπηλό «Και τι να κάνω; Τι να κάνουμε; Πρέπει να κάνουμε κάτι;»





Το πρώτο βήμα είναι να πούμε τις ιστορίες μας. Των δικών μας ανθρώπων. Να μη φοβηθούμε να δούμε σε αυτές τις ιστορίες τις πιθανές διακρίσεις με βάση την έκφραση του φύλου ή τη σεξουαλικότητα. Δεν είναι προσβολή η ατίμωση.

Ξέρω. Χρειάζεται χρόνος να χωνευτούν τα συναισθήματα. Ασφαλής χώρος να ειπωθούν τα ανείπωτα. Χρειάζεται να βρεθούν οι λέξεις, να «παιχτούν» οι ιστορίες από την αρχή.

Κάποιες φορές έρχονται άτομα μετά, κατ’ ιδίαν, και μου λένε ιστορίες για τον αδερφό τους, την παιδική τους φίλη, τον συμμαθητή τους, τον πατέρα τους. Ιστορίες που δεν τις έχουν πει μέχρι τώρα σε κανέναν. Ούτε στον εαυτό τους. Τώρα βρίσκουν τις λέξεις, δεν ξέρουν πώς να τις διηγηθούν, δεν θα μπορούσαν να τις πουν μπροστά σε άλλους. Κάποιες από τις ιστορίες, μάλιστα, είναι εντυπωσιακές. Άλλες είναι μπερδεμένες με τόσα πράγματα που έχουν επικαθήσει, με τόσες ερμηνείες που είναι πλέον περιττές.

Αυτό πονάει. Δεν είναι εύκολο να αναδιηγηθείς κάτι για το οποίο ίσχυε το «Μη μιλάς καλύτερα». Ειδικά αν είναι δικά σου πρόσωπα, τότε γίνεται πολύ δύσκολο.

Αλλά αυτές οι ιστορίες είναι πάντα για δικά μας πρόσωπα. Πολύ κοντινά. Πολλές φορές για κομμάτια του εαυτού μας. Οι προκαταλήψεις για το φύλο και τη σεξουαλικότητα έχουν ζυμώσει και τη δική μας ζωή, και αυτό κάνει ακόμα πιο δύσκολη την αναδιήγηση.

«Τώρα δηλαδή, πρέπει κι εγώ να αλλάξω; Τι μου ζητάς;»

Αυτό είναι και το πιο βαρύ που αντιμετωπίζουν όσοι έχουν ευθύνη απέναντι σε παιδιά, στους γονείς κυρίως, αλλά και τους εκπαιδευτικούς.





Επιτρέπεται ένα παιδί να είναι γκέι, λεσβία, τρανς; Επιτρέπεται να ακουστεί κάτι τέτοιο; Κι εμείς τι θα κάνουμε; Επικρατεί το άγχος. Ο φόβος ότι κάτι κακό μπορεί να γίνει, κάποιος να κατηγορηθεί, κάποιος να χάσει την υπόληψή του. Αιτιολογίες και ερμηνείες ασαφείς αλλά ισχυρές, μας κρατούν ακίνητους.

Κι όμως, κάτι πρέπει να κάνουμε. Αρχικά ας τολμήσουμε να σπάσουμε τη σιωπή. Το θέμα δεν αφορά κάποιους συνειδητοποιημένους ακτιβιστές. Αφορά όλες τις οικογένειες, όλα τα σχολεία, όλες τις παρέες. Αλλά και το καθένα άτομο ξεχωριστά. Ο λόγος μας δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογικός ή ερμηνευτικός. Αρκεί να είναι περιγραφικός. Να επιτρέπει στα άτομα να μιλήσουν για τις ανάγκες τους, τις ζωές τους, τα συναισθήματά τους, τις σκέψεις τους. Να συμπεριλαμβάνει όλα όσα απέκρυπτε. Όπως μιλάμε στα παιδιά για το ζευγαράκι ηλικιωμένων που είδαμε στο πάρκο, έτσι να μιλάμε για τις λεσβίες που γνωρίσαμε σε μια εκδρομή. Για καθημερινές ανθρώπινες ιστορίες. Τότε όλα γίνονται πολύ απλά. Φεύγει το ασήκωτο βάρος από τους ώμους μας.






Χρειάζεται λοιπόν να δώσουμε χώρο. Να επιτρέψουμε δικαιώματα. Να ακουστούν οι λέξεις.

Ναι, ένα παιδί μπορεί να είναι γκέι, λεσβία, τρανς και πολλά άλλα. Και ένας δάσκαλος/α μπορεί να είναι. Και κάποιοι γονείς μπορεί να είναι. Έχουν δικαίωμα να είναι. Το προστατεύουμε αυτό το δικαίωμα, το λέμε. Είναι στη ζωή μας, στην κοινωνία μας. Δεν χρειάζεται να δικαιολογήσουμε, να πείσουμε, να φορτώσουμε με το βάρος των δικών μας ιστοριών, του παρελθόντος. Αυτά να περάσουν, να φύγουν.

Χρειάζεται όμως να δώσουμε το δικαίωμα στα παιδιά να φτιάξουν τα δικά τους πρότυπα, να φανταστούν τις ζωές τους, πλήρεις, με όλα τα δικαιώματα.

Να αισθανθούν ότι ανήκουν σε αυτή την κοινωνία, όλες και όλοι.

----------------------

O Πέτρος Σαπουντζάκης είναι δάσκαλος



Προσοχή στο κενό: Η πολιτική μας αποτυχία και μια αυτοκτονία

Leonora Carrington – Bird bath

της Ντίνας Τζουβάλα
Εδώ και λίγες μέρες, τα ΜΜΕ δεν σταματάνε να αναπαράγουν ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τα βασανιστήρια και την εξευτελιστική μεταχείριση στην οποία υποβλήθηκε ο Βαγγέλης Γιακουμάκης, δημιουργώντας ένα κύμα ηθικού πανικού, ειδικά στα Ιωάννινα. Ωστόσο, ένα τέτοιο κλίμα συλλογικής υστερίας αποκρύπτει τις αιτίες αυτής της μεταχείρισης. Ο Βαγγέλης Γιακουμάκης έπεσε θύμα εκφοβισμού από τους συμφοιτητές του, όχι μόνο γιατί ήταν ντροπαλός, αλλά, κυρίως, γιατί θεωρήθηκε ότι δεν ήταν αρκετά «άντρας», ότι ήταν «αμφίβολου» σεξουαλικού προσανατολισμού. Ο Γιακουμάκης δεν έπεσε θύμα τυφλού μίσους, αλλά στοχοποιήθηκε γιατί δεν εναρμονιζόταν με τα παραδοσιακά πρότυπα αρρενωπότητας, που κυριαρχούν στην Ελλάδα.



Ξέρω ότι το ζήτημα είναι ευαίσθητο, καθώς εμπλέκει πτυχές της προσωπικής ζωής του –νεκρού πια– παιδιού. Ωστόσο, αν δεν μιλήσουμε γι’ αυτή τη διάσταση, χάνουμε την ουσία του ζητήματος. Γιατί, εκτός από την προφανή επίδειξη «ανδρισμού», όπως σε όλες τις περιπτώσεις εκφοβισμού, πρέπει να έχουμε κατά νου αυτό που η ελληνική κοινωνία προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεχάσει: ο Γιακουμάκης υπήρξε θύμα ομοφοβικής βίας και διακρίσεων, όχι μόνο «νεανικής βίας». Ως εκ τούτου, η ξαφνική κοινωνική ανησυχία για το bullying είναι μεν καλοδεχούμενη σε μια χώρα που η διαμαρτυρία για τέτοιες συμπεριφορές συνήθως θεωρείται περαιτέρω επιβεβαίωση αδυναμίας, αλλά δεν είναι αρκετή. Η Ελλάδα είναι ένα από τα τελευταία κράτη της Ευρώπης που δεν παρέχει, μέχρι σήμερα κανενός είδους νομική αναγνώριση σε ομόφυλα ζευγάρια – και αυτή είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου σε μια βαθιά ομοφοβική κοινωνία.

Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα τα άτομα που δεν ταιριάζουν με τα ηγεμονικά στερεότυπα φύλου αντιμετωπίζουν τα ίδια σοβαρά προβλήματα όπως ο Γιακουμάκης, οποίος ήταν σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση, αόρατος τόσο για το ΛΟΑΤ κίνημα όσο και για την Αριστερά στην Ελλάδα. Ήταν ένας νεαρός, από αγροτική οικογένεια που δεν σπούδαζε στο πανεπιστήμιο, αλλά σε μια σχολή επεξεργασίας γαλακτοκομικών προϊόντων. Ταυτόχρονα, η συμπεριφορά και η σεξουαλικότητά του φαινόταν να αποκλίνει από τα κυρίαρχα στερεότυπα, εξαιρετικά ισχυρά στην αγροτική Ελλάδα.



Και, εδώ, το πρόβλημα είναι ότι η ελληνική Αριστερά υπήρξε σταθερά απρόθυμη και ανίκανη να θέσει σοβαρά το ζήτημα του φύλου, ειδικά όσον αφορά νέους που προέρχονται από αγροτικές περιοχές με χαμηλό εκπαιδευτικό υπόβαθρο. Το τελευταίο εξηγείται με ιστορικούς όρους, καθώς το ελληνικό πανεπιστήμιο ήταν ανέκαθεν ένας χώρος προνομιακός για την Αριστερά, καθώς και για την ανάπτυξη ριζοσπαστικών κοινωνικών κινημάτων. Διαπιστώνουμε, δηλαδή, υστέρων ότι η πραγματική (και όχι μόνο εκλογική) σύνδεση μεταξύ της Αριστεράς και των νέων της εργατικής ή αγροτικής τάξης παραμένει αμελητέα. Επιπλέον, ιστορικά υπήρξε μια ένταση μεταξύ όλων, λίγο-πολύ των τάσεων της Αριστεράς και των ζητημάτων που (λανθασμένα) εννοιολογήθηκαν ως «πολιτική ταυτότητας». Η μικρή συμμετοχή γυναικών στο υπουργικό συμβούλιο της σημερινής κυβέρνησης είναι μόνο ένα μικρό παράδειγμα. Ως εκ τούτου, η Αριστερά δεν θα μπορούσε να προσεγγίσει τον Βαγγέλη. Παρά τις διαδεδομένες φαντασιώσεις και τις εκλογικές επιδιώξεις, αυτό το κομμάτι της νεολαίας που ποτέ δεν περνά τις πύλες των Πανεπιστημίων, δεν έρχεται σε επαφή με την Αριστερά. Επιπλέον, η Αριστερά έχει προχωρήσει σε έναν επίπλαστο διαχωρισμό των οικονομικών και ταξικών ζητημάτων από τα «άλλα» θέματα, παραβλέποντας το γεγονός ότι είναι ακριβώς μεταξύ των καταπιεσμένων τα ζητήματα φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού ή φυλής μπορεί να γίνουν εξαιρετικά επώδυνα.





Ταυτόχρονα, ούτε το ΛΟΑΤ κίνημα (ή τουλάχιστον οι ομάδες που κυριαρχούν σε αυτό) μπορεί να προσεγγίσει περιπτώσεις όπως ο Γιακουμάκης. Ακολουθώντας τις κυρίαρχες τάσεις του δυτικού κόσμου, το ΛΟΑΤ κίνημα της Ελλάδας επέλεξε να προτάξει το θέμα της ισότητας γάμου. Η επιλογή αυτή απορρέει από τα χαρακτηριστικά του κινήματος, και, με τη σειρά της, ενίσχυσε τον χαρακτήρα του ως κίνημα της μεσαίας τάξης. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ξεχνάμε πως το Athens Pride αποφάσισε να καλέσει να συμμετάσχει το ΚΕΕΛΠΝΟ, τον φορέα που ευθύνεται για τον δημόσιο εξευτελισμό εκδιδόμενων γυναικών πριν τρία χρόνια. Το μήνυμα ήταν σαφές: τα καλοβαλμένα ΛΟΑΤ άτομα της μεσαίας τάξης θα αποκτήσουν το δικαίωμα στο γάμο, δημιουργώντας μια συμμαχία με τις φιλελεύθερες ανώτερες τάξεις, αλλά τα οροθετικά, τοξικομανή, και εκδιδόμενα άτομα απλά δεν έχουν θέση στην εξίσωση αυτή.





Ένας νεαρός από αγροτική περιοχή που μαθαίνει πώς να επεξεργάζεται το γάλα, είναι ξένος σε αυτό τον κόσμο — και αυτό ισχύει τόσο για τον κόσμο (και τον λόγο) της Αριστεράς όσο και της ΛΟΑΤ κοινότητας. Σε τελευταία ανάλυση, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να αφήσουμε στην άκρη τον ηθικό πανικό και να αναγνωρίσουμε μια απλή αλλά οδυνηρή αλήθεια: εμείς (όλοι εμείς που λέμε ότι αγωνιζόμαστε για τη χειραφέτηση και την ισότητα) δημιουργήσαμε ένα χάσμα. Και ο Βαγγέλης έπεσε μέσα. Ας ελπίσουμε ότι θα είναι ο τελευταίος.

----------------------

Η Ντίνα Τζουβάλα είναι υποψήφια δρ Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Durham και μέλος της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ. Το κείμενο γράφτηκε για το Analyze Greece!







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ σχολιάζεις εσύ - Comment Here

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.